Καλά κουμάσια και του λόγου τους – τα σύννεφα θέλω να πω. Σου κάνουνε τ’ ανήξερα περιστεράκια (σου παρασταίνουνε το πούπουλο) και μέσα τους έχουνε κρυμμένο το πικρό κεντρί. Αμ αυτά ήτανε -ποια άλλα;-, αυτά ήτανε που φέρανε όλο το κακό. Πηγαίνανε πάν’ απ’ το βάλτο σαν τα φουσκωμένα βουβάλια, ξερνοβολούσαν, και κατόπιν γυρνούσανε ξεθυμασμένα και λέγανε κατά τον αέρα: «Έλα, τώρα έχεις το ελεύτερο να μας πάρεις».
Το 1923, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ένα ορφανό αγόρι θα βρεθεί προσφυγόπουλο στο Βερτεκόπι, στη σημερινή Σκύδρα. Εκεί θα γίνει στενός φίλος μ’ ένα τουρκάκι, τον μικρό Σουκρή, που θα πρέπει να ακολουθήσει την αντίστροφη πορεία – αν και η μοίρα του θα είναι ακόμα πιο σκληρή. Η περιπλάνηση του μικρού ήρωα σε πόλεις και χωριά της Μακεδονίας, όπου πασχίζει να επιβιώσει δουλεύοντας πότε ως πλανόδιος πωλητής και πότε ως λασπάς, θα δοκιμάσει τις αντοχές του και θα του μάθει τη σκληρότητα της ζωής από πρώτο χέρι. Αλλά η αγνή του ψυχή και η ευαισθησία του δε θα πάψουν να αναζητούν εκείνο τον τόπο όπου τα παιδιά δε δουλεύουν και είναι πάντα ευτυχισμένα.
«… Ο Λουντέμης έγραφε όπως ανάσαινε, δεν σταματούσε ποτέ… Σχεδόν καθένα από τα βιβλία του είναι και μια μαρτυρία από τη μακρόχρονη οδύσσεια του στους χώρους της εξορίας – μέσα κι έξω από την Ελλάδα».
(Στρατής Τσίρκας)
«Ο Μενέλαος Λουντέμης ήταν ένας από τους ωραίους της γενιάς των Ρωμιών λογοτεχνών που κλείσανε στο έργο τους τη δίψα και τους αγώνες του λαού μας για ελευθερία, δημοκρατία, ανθρωπισμό…»
(Δίδω Σωτηρίου) (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)