Χιλιάδες και χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι -από τότε που φάνηκε στη γη ο άνθρωπος- το βλέμμα τους το είχανε στραμμένο πάντα κατά τον ουρανό. Ας ζούσανε στη γη. Ας τρυγούσανε τα καλά της. Κείνοι ζηλεύανε τον ουρανό και τ’ άμυαλα πουλιά του, λαχταρούσαν το πέταγμα. Μα γιατί τον ουρανό; Τι ζητούσαν απ’ τον ουρανό; Δεν τους χωρούσε τάχα η γη; Η γη ήταν πλούσια, γεμάτη φρούτα, σιτάρια, λουλούδια. Έπειτα είχε τη θάλασσα γεμάτη από ψάρια κι όστρακα. Απέναντι σ’ αυτά τι είχε ο ουρανός; Τίποτα. Ήταν άδειος. Το σωστό σωστό. Όμως κάτι υποσχότανε στον άνθρωπο: το πέταγμα. Τίποτ’ άλλο. Ένα απλό πέταγμα. Χωρίς μάλιστα να σου δίνει φτερά. Κάποτε όμως γεννήθηκε και κάποιος που τα κατάφερε. Ναι. Έφτιαξε φτερά μόνος του, και πέταξε. Λεγόταν Ίκαρος· γιος του Δαίδαλου, εγγονός του Ευπάλαμου, από το μεγάλο γένος του Ερεχθέα. (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)