Ο «Κοσμοκράτωρ» πρέπει να ‘χει γραφτεί το 1898 – μα κυκλοφόρησε λινούς μήνες πριν από το θάνατο του Ιουλίου Βερν, το 1904.
Απ’ τις αρχές του 1886, μια σειρά από δραματικά γεγονότα είχαν γίνει αφορμή ν’ αλλάξει ο κεφάτος κι αισιόδοξος χαρακτήρας του συγγραφέα. Στις 15 Φεβρουαρίου πούλησε ξαφνικά τη θαλαμηγό του για 23.000 γαλλικά φράγκα, ενώ την είχε αγοράσει ολοκαίνουργια, οκτώ χρόνια πριν, για 68.000. Στις 9 Μαρτίου, ο ανιψιός του τον τραυμάτισε στο πόδι με μια πιστολιά – χωρίς να μαθευτεί ποτέ το γιατί. Κι ύστερα, από λίγες μέρες πέθανε στο Μόντε-Κάρλο ο εκδότης του, Χετζέλ. Στις αρχές του 1887, ο Ιούλιος Βερν χάνει τη μητέρα του.
Τότε, ο εύθυμος άνθρωπος, ο πνευματώδης δημιουργός τόσων περιπετειωδών και ταυτόχρονα διασκεδαστικών μυθιστορημάτων, άλλαξε μονομιάς. Έγινε ένας ερημίτης που δεν έκανε άλλο παρά να γράφει, στιβάζοντας χειρόγραφα πάνω στα χειρόγραφα. Κι έτσι η αδιάκοπη παραγωγή του όχι μόνο κάλυπτε τα δυο μυθιστορήματα το χρόνο που είχε υποχρέωση να παραδίδει στον εκδότη του -το γιο Χετζέλ- , αλλά είχε και περίσσευμα. Το 1903 είπε, σε μια συνέντευξη με τον συντάκτη του «Ζουρνάλ», πως μπορούσε να διαθέσει, ετοιμοπαράδοτα, 20 μυθιστορήματα! Δηλαδή όσα υποχρεώνονταν μέσα σε μια ολάκερη δεκαετία!
Η απαισιοδοξία του για το μέλλον της ανθρωπότητας εκδηλώνεται μέσα στο στερνό μήνυμα που στέλνει ο Κοσμοκράτωρ στην οικουμένη, σε μια τελευταία πρόκληση-απειλή:
«Με τη μηχανή μου εξουσιάζω ολόκληρο τον κόσμο, και δεν υπάρχει ανθρώπινη δύναμη ικανή να της αντισταθεί σε οποιαδήποτε περίσταση…».
«Ο Παλιός κι ο Νέος Κόσμος ας μάθουν ότι τίποτε δεν μπορούν να κάμουν εναντίον μου, ενώ εγώ τα πάντα μπορώ εναντίον τους».
(Από την έκδοση)