ΠΡΟΛΟΓΟΣ (1-97). Μπροστά στη σκηνή του Αγαμέμνονα, του αρχηγού των Αχαιών, που, γυρνώντας από το Ίλιο στην πατρίδα, έχουν στρατοπεδεύσει σε μιαν ακρογιαλιά στη θρακική Χερσόνησο, παρουσιάζεται, χαράματα ακόμα, μετέωρο ένα φάντασμα νεκρού και μιλεί: Είναι ο Πολύδωρος, ο πιο μικρός από τους γιους του Πρίαμου και της Εκάβης. Για να τον φυλάξη από τους κινδύνους του πολέμου τον είχε μπιστευτή με πολύ χρυσάφι ο πατέρας του εδώ στη Θρακική Χερσόνησο στο βασιλιά Πολυμήστορα. Μα το Ίλιο έπεσε, οι Αχαιοί σφάξανε τον Πρίαμο κι ο Πολυμήστορας, πατώντας και όρκο και φιλία, σκοτώνει τον Πολύδωρο, για να του πάρη τους θησαυρούς, και το λείψανό του το πετάει στη θάλασσα.
Μα της χαροκαμένης της μάννας του, της γερόντισσας Εκάβης, δεν πράϋνε ακόμα η μοίρα. Ο Αχιλλέας, ο φονιάς του Έκτορα και τόσων άλλων παιδιών της στις μάχες κάτω από το κάστρο του Ίλιου, δε χόρτασε ακόμα. Θέλει να πιη το αίμα της Πολυξένης, της κόρης του Πρίαμου, που βρίσκεται πια σκλάβα στα χέρια των Αχαιών. Γι’ αυτό πρόβαλε απάνω από τον τάφο του και ζήτησε από τους Αχαιούς να του την προσφέρουν γλυκό στον τάφο του σφαχτάρι και χάρισμα τιμητικό.
Θα τη σφάξουν βέβαια οι Αχαιοί -δηλώνει το φάντασμα- κι ύστερα θα την παραδώσουν στη μάννα της την Εκάβη, για να τη θάψη. Κι η Τρωαδίτισσα που θα σταλή από την Εκάβη στη θάλασσα να φέρη νερό, για να πλύνουν το λείψανο της Πολυξένης, θα βρη στην ακροθαλασσιά και το λείψανο του Πολύδωρου. Κ’ έτσι η δόλια η Εκάβη θα θάψη σήμερα -λέει το φάντασμα του Πολύδωρου- δυο παιδιά της, αυτόν και την Πολυξένη.
Την ώρα που ακούονται αυτά τα τελευταία λόγια, κάποιος βγαίνει από τη σκηνή του Αγαμέμνονα. Είναι η Εκάβη. Ακουμπάει στο ραβδί της και καθώς δυσκολεύεται να περπατήση την κρατούν σκλάβες Τρωαδίτισσες από δεξιά κι αριστερά, για να μη πέση κάτω.
Δεν ξέρει τίποτε για το γιο της τον Πολύδωρο. Τον θαρρεί ακόμα ζωντανό στο σπίτι του Πολυμήστορα. Μα ένα όνειρο ήρθε ετούτη τη νύχτα και της έφερε μεγάλη αγωνία. Είδε στον ύπνο της πως ένας λύκος της άρπαξε μιαν ελαφίνα από μέσα από την αγκαλιά της. Μην είναι αυτό το όνειρο για το γιο της τον Πολύδωρο; -αναρωτιέται έντρομη η Εκάβη- Μην είναι για τη θυγατέρα της την Πολυξένη;
Μα την τρομάζει και κάτι άλλο: Η απαίτηση του Αχιλλέα να του χαρίσουν στον τάφο του μιαν από τις πολύπαθες Τρωαδίτισσες. Μακρυά κ’ ετούτο το κακό από την κόρη μου την Πολυξένη, ικετεύει τους θεούς γεμάτη ανησυχία και αγωνία η πριν ευτυχισμένη και τώρα βυθισμένη στη δυστυχία της σκλαβιάς και χαροκαμένη βασίλισσα του Ίλιου. […]
(Από την εισαγωγή της έκδοσης)